ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΧΟΙΑ - ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Πολύτιμες πηγές για την χρυσοχοΐα της εποχής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μας παρέχουν οι διάφορες τοιχογραφίες αλλά και τα περίφημα ψηφιδωτά, όπως για παράδειγμα εκείνα του ναού του ναός του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα. Επίσης πληροφορίες αντλούμε και τη βυζαντινή γραμματεία. Παρά το γεγονός τη καταδικαστική ρητορική θεολόγων της εποχής απέναντι στην υπερβολική τάση των γυναικών της εποχής να καλλωπίζονται και να στολίζονται µε πολύτιµα κοσµήµατα, γνωρίζουµε πως άντρες και γυναίκες στολίζονταν µε την ίδια επιµέλεια. Για τις γυναίκες τα κοσµήµατα περιελάµβαναν σκουλαρίκια, το βασικότερο κόσµηµα του κεφαλιού, αλλά και διαδήµατα, καρφίδες και χρυσοποίκιλτα δίκτυα για τα µαλλιά. Περιδέραια, συχνά σε πολλές σειρές και περίτεχνες αλυσίδες διέτρεχαν χιαστί το στήθος και την πλάτη. Περικάρπια σε ζεύγη και περιβραχιόνια στόλιζαν τα χέρια, µαζί µε ποικιλία δακτυλιδιών. Ζώνες και καρφίτσες στερέωναν τα ενδύµατα, ενώ αποτελούσαν συγχρόνως και κοσµήµατα. Οι άνδρες, εκτός από τα απαραίτητα δακτυλίδια µπορούσαν να φορέσουν περιλαίµια, περικάρπια και περιβραχιόνια. Οι ζώνες τους στολίζονταν µε χρυσά ή ασηµένια στοιχεία και οι πόρπες, απαραίτητο τµήµα της ενδυµασίας, πρόσφεραν µια καλή ευκαιρία για επίδειξη καλού γούστου και οικονοµικής ευµάρειας. Ορισµένα κοσµήµατα, εκτός από στολίδια που ικανοποιούσαν τη µαταιοδοξία των κατόχων τους, είχαν και ιδιαίτερο συµβολισµό, καθώς συνόδευαν συγκεκριµένα αξιώµατα και κοινωνικές τάξεις, ή σηµατοδοτούσαν σηµαντικά γεγονότα όπως τη γέννηση ή το γάµο.

Τα πρώιµα βυζαντινά κοσµήµατα, από τον 4ο έως τον 7ο αι., ακολουθούν ως προς τη µορφή και τις τεχνικές τα ρωµαϊκά. Ωστόσο, η οικονοµική κρίση του 3ου αι. οδήγησε στη δημιουργία ελαφρότερων κοσµηµάτων, συχνά από λεπτό φύλλο χρυσού, στα οποία έµφαση δινόταν κυρίως στην περίτεχνη επεξεργασία του υλικού παρά στο βάρος του χρυσού και τους πολύτιµους λίθους. Στη διακόσµηση κυριάρχησαν σχηµατοποιηµένα φυτικά θέµατα και γεωµετρικά µοτίβα, τα οποία στα καλύτερα παραδείγµατα που έχουν σωθεί αποδίδονταν µε την τεχνική του opus interasile. Η τεχνική αυτή, γνωστή ήδη από τους προηγούµενους αιώνες τελειοποιήθηκε στον 4ο και 50 αι., και αποτέλεσε σήµα κατατεθέν για τα κοσµήµατα της εποχής. Το φύλλο χρυσού κοβόταν βάσει περίτεχνου σχεδίου, δηµιουργώντας µια διάτρητη διακόσµηση τόσο λεπτοδουλεµένη, που φτάνει να θυµίζει συρµατερή. Στα θαυµάσια βραχιόλια και µετάλλια που έχουν κατασκευαστεί µε αυτό τον τρόπο, ο διάκοσµος αναδεικνύεται µέσα από το παιχνίδισµα της φωτοσκίασης στη διάτρητη επιφάνεια. Από τα τέλη του 4ου αιώνα, στα κοσµήµατα, όπως και στα κάθε λογής αντικείµενα καθηµερινής χρήσης αρχίζουν να κυριαρχούν τα χριστιανικά θέµατα, όπως το Χριστόγραµµα, ο σταυρός και τα παγώνια, σύµβολα του Παραδείσου.

Η πολυτέλεια των κοσµηµάτων και η σηµασία τους για την κοινωνική καταξίωση των κατόχων τους επιβεβαιώνεται από τα σωζόµενα παραδείγµατα, αλλά και από τις απεικονίσεις της αυτοκρατορικής αυλής, µε καλύτερο παράδειγµα τα ψηφιδωτά του Αγ. Βιταλίου στη Ραβέννα, όπου απαθανατίζεται µε κάθε λαµπρότητα ο lουστινιανός, η Θεοδώρα και η ακολουθία τους. Κοσµήµατα ανάλογα µε αυτά που φορούν οι γυναίκες της συνοδείας της Θεοδώρας, κυρίως περιδέραια µε εναλλασσόµενους πολύτιµους λίθους έχουν βρεθεί σε αρκετές περιοχές, και µαρτυρούν την ευρεία διάδοση που γνώρισε αυτός ο τύπος κοσµήµατος. Οπως είναι φυσικό, η αυτοκρατορική αυλή δηµιουργούσε τη µόδα της εποχής, την οποία προσπαθούσαν να µιµηθούν οι ανώτερες τάξεις σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας. Στη διάδοση συγκεκριµένων τύπων κοσµηµάτων σηµαντικό ρόλο έπαιξε και η αυτοκρατορική largitio, δηλαδή τα δώρα που µοίραζε ο αυτοκράτορας σε αξιωµατούχους, πρέσβεις ξένων κρατών και ευνοούµενους. Στα δώρα αυτά συµπεριλαµβάνονταν και κοσµήµατα που ταξίδευαν σε κάθε σηµείο της αυτοκρατορίας, αλλά και έξω από τα σύνορά της

Παρά την πρωτοκαθεδρία της Κωνσταντινούπολης σε κάθε τοµέα της καλλιτεχνικής παραγωγής, γνωρίζουµε ότι εργαστήρια χρυσοχόων υπήρχαν και σε πολλές άλλες πόλεις, όπως η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια και η Αρσινόη. Για τα εργαστήρια δεν έχουµε δυστυχώς πολλές πληροφορίες. Οι χρυσοχόοι ήταν οργανωµένοι σε συντεχνία. Κάθε νέος στο επάγγελµα ξεκίναγε ως µαθητευόµενος και στη συνέχεια εργαζόταν υπό την επίβλεψη επιστάτου, ο οποίος του ανέθετε να εκτελέσει εργασία ανάλογη µε τις ικανότητές του. Τα ίδια εργαστήρια που έφτιαχναν κοσµήµατα εκτελούσαν και παραγγελίες µε εκκλησιαστικό προορισµό. Είναι χαρακτηριστικό, πως τα ίδια τα κοσµήµατα είχαν πολύ συχνά και προορισµό φυλακτού. Χαρακτηριστική µαρτυρία µας παρέχουν οι βυζαντινοί σταυροί εγκόλπια, η πιο πολυάριθµη ίσως ενότητα κοσµηµάτων που έχει σωθεί.

Η κρίση που έπληξε το Βυζάντιο για δύο περίπου αιώνες, από τα µέσα του 7ου έως τα µέσα του 90υ αι. είχε άµεση αντανάκλαση στην παραγωγή των κοσµηµάτων. Η προέλαση των Αράβων στέρησε από την αυτοκρατορία τις πλούσιες ανατολικές επαρχίες, ενώ οι διαρκείς στρατιωτικοί κίνδυνοι αλλά και τα εσωτερικά προβλήµατα του Βυζαντίου είχαν ως αποτέλεσµα τη µείωση των αποθεµάτων των πολύτιµων υλικών. Η ανάκαµψη που παρουσιάστηκε στα µέσα του 9ου αιώνα οδήγησε στη λεγόµενη Μακεδονική Αναγέννηση (10ος -11ος αιώνας). Την εποχή αυτή η επιστροφή στην αρχαιότητα είναι έντονη υπήρξε καλλιτεχνική ανανέωση η οποία και διαμόρφωσε νέες τεχνοτροπίες.

Από το ένδοξο παρελθόν αντλούνταν εκλεκτικά µορφές και θέµατα µέσα από τα οποία δικαιωνόταν το λαµπρό παρόν του µεσοβυζαντινού κράτους, νόµιµου κληρονόµου της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας σύµφωνα µε την πολιτική ιδεολογία των βυζαντινών. Οι τάσεις αυτές εκφράζονται µε τον καλύτερο τρόπο και στα κοσµήµατα της περιόδου, που χαρακτηρίζονται συχνά από την αναδιαπραγµάτευση γνωστών τύπων. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν τα καλαθόσχηµα σκουλαρίκια, τύπος που υπήρχε στα ρωµαϊκά χρόνια και επανεµφανίζεται την περίοδο αυτή, µε αριστουργηµατικής λεπτότητας παραδείγµατα. Παράλληλα, στο χαρακτήρα της εκτέλεσης, αλλά και στα διακοσµητικά µοτίβα που κυριαρχούν στα κοσµήµατα της εποχής διαφαίνονται µε σαφήνεια οι αλληλεπιδράσεις µεταξύ Βυζαντινού και Ισλαµικού κόσµου. Μυθικά ζώα, όπως οι γρύπες, οκτώσχηµα και κουφικοί ή ψευδοκουφικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται εξίσου σε κοσµήµατα µε βυζαντινή και ισλαµική προέλευση.

Ωστόσο, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της πολυτελούς βυζαντινής µικροτεχνίας την περίοδο αυτή είναι το πολύχρωµο σµάλτο. Σε χρήση ήδη από τον 5ο αιώνα µ.Χ. το σµάλτο εξελίχθηκε ιδιαιτέρως στο Βυζάντιο από τον 9ο έως το 12ο αιώνα . Με την τελειοποίηση της τεχνικής του περίκλειστου σµάλτου, το γνωστό cloisonne, οι βυζαντινοί τεχνίτες πετύχαιναν να αποδώσουν µε ακρίβεια σύνθετες παραστάσεις, οι οποίες θύµιζαν συγχρόνως τη λαµπερή πολυχρωµία των πολύτιµων λίθων. Με σµάλτο διακοσµούνταν βαρύτιµα εκκλησιαστικά σκεύη και εικόνες, αλλά και µοναδικά κοσµήµατα, όπως το στέµµα που δώρισε ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Ζ' Δούκας (1074 1079) στο βασιλιά της Ουγγαρίας ή τα περίφηµα περικάρπια της Θεσσαλονίκης.

Η άλωση της Πόλης το 1204 από τους Λατίνους σταυροφόρους πολύτιμα δείγματα της βυζαντινής χρυσοχοίας λεηλατήθηκαν. άγρια. Ορισµένα δείγµατα µόνο ξαναβρέθηκαν σε σκευοφυλάκια δυτικών µοναστηριών, και αργότερα σε συλλογές και µουσεία, στερηµένα τις περισσότερες φορές από κάθε στοιχείο ταυτότητας ή προέλευσης που θα µας επέτρεπε να καταλάβουµε περισσότερα πράγµατα για την κοινωνία που τα δηµιούργησε. Από την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ο αριθµός των κοσµηµάτων που έχει σωθεί είναι περιορισµένος. Ένας επίσης λόγος ήταν ότι σε περιστάσεις δύσκολες, το υλικό τους, χρυσό ή ασήμι, χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει έκτακτες οικονομικές ανάγκες. Τα δείγµατα που γνωρίζουµε διακρίνονται για τη λεπτότητα της εκτέλεσης, κυρίως µε τη συρµατερή τεχνική, λεπτότητα που αντισταθµίζει το περιορισµένο βάρος του πολύτιµου µετάλλου. Συχνότερα επίσης απαντούν κοσµήµατα από ασήµι που φαίνεται να αντικαθιστά το χρυσό που δεν ήταν άφθονος.

Ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της ύστερης βυζαντινής μικροτεχνίας είναι ο περίφημος « Ιασπις» που φυλάσσεται στη μονή Βατοπαιδίου . Πρόκειται για Αγιο Ποτήριο που διαθέτει κάλυκα κατασκευασμένο από ίασπι, υλικό στο οποίο οφείλει την ονομασία του. Ο κάλυκας έχει σχήμα κύλικος και το πλατύ χείλος του διαθέτει αργυρεπίχρυση ένδυση, όπου βρίσκεται χαραγμένη μεγαλογράμματη επιγραφή με την ευχαριστήριο ευχή από την Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου

ΠΗΓΗ:

Αναστασίας Δρανδάκη, Τα χρυσοποίκιλτα βυζαντινά, ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Κόμβος Ελληνικής Ιστορίας, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού