ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΧΡΥΣΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ - ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Η κατάκτηση του ελληνικού χώρου από τους Οθωμανούς είχε σαν συνέπεια οι νομισματικές συνθήκες πού επικράτησαν στον ελληνικό χώρο να χαρακτηρίζονται από νομισματική πολυμορφία, στενότητα κυκλοφορίας νομισμάτων και νομισματικό χάος. Ή κατάσταση αύτη οφείλεται στην ανικανότητα της Πύλης να ελέγξει τα οικονομικά της και ιδιαίτερα τα νομισματικά της προβλήματα. Με μικρότερες ή μεγαλύτερες αποκλίσεις, το τουρκικό νόμισμα υποτιμάται σχεδόν σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας με τη νόθευση του κράματος και τη σταδιακή ελάττωση του βάρους των αργυρών, κυρίως νομισμάτων.

Μια προσωρινή βελτίωση άρχισε να παρουσιάζεται στα τέλη του 17ου αιώνα χάρη στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του σουλτάνου Μουσταφά Β' (1655-1703) και στην αυξημένη εξαγωγική δραστηριότητα της 'Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην περίοδο αυτή.Η εξυπηρέτηση του εμπορίου και των καθημερινών συναλλαγών γινόταν με αργυρά νομίσματα, τα δε χρυσά, εκτός από την απόσυρση τους για λόγους αποθησαυρισμοί, χρησιμοποιούνταν σαν αναφορά για πληρωμές ορισμένων φόρων, για μεγάλες συναλλαγές και, κατά κάποιο τρόπο, ως ρυθμιστικός παράγοντας άσκησης της νομισματικής πολιτικής της Υψηλής Πύλης.

Παράλληλα με το τουρκικό νόμισμα κυκλοφορούσε πληθώρα ξένων νομισμάτων τα όποια προτιμούνταν κυρίως για τη σταθερότητα βάρους και κράματος. Ένδειξη για την επίσημη αποδοχή κυκλοφορίας ξένων νομισμάτων αποτελεί το φιρμάνι του 1690 πού όριζε την πληρωμή του 1/3 των δασμών σε οθωμανικά ή ξένα χρυσά νομίσματα. Γενικά, τα χρυσά νομίσματα (altun), ανάλογα μέ τις περιστάσεις και τις εποχές συναντιούνται με διάφορα ονόματα, όπως filuri, sikke-ißluri, sahi και άλλα. Σταθμό για την κοπή χρυσών νομισμάτων από την 'Οθωμανική αυτοκρατορία, αποτέλεσε ή κατάληψη της Αιγύπτου στις αρχές του 16ου αιώνα επί Σελήμ Α' (1512-1520). Ό Σελήμ μετέφερε στην Πόλη χρυσό αυτούσιο και νομίσματα σε σημαντικές ποσότητες. Το νομισματοποιημένο αιγυπτιακό asrafi αποτέλεσε πρότυπο για την παραπέρα νομισματοποίηση του χρυσού με ονόματα όπως esrefi altun ή serefi altun ή scherif sultani.

Κάθε σουλτάνος συνήθως έκοβε τα δικά του χρυσά νομίσματα. Ό σουλτάνος Μουσταφά Β' έκοψε νέα χρυσά νομίσματα το 1696 - 97 γνωστά με το όνομα Istanbul altuny ή zer - Istanbul, τα όποια είχαν χαραγμένο τον tugra (σουλτανική εμβληματική υπογραφή) για να διακρίνονται από τα παλαιότερα και αυτά του 'Αλγερίου, της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Τα χρυσά αυτά νομίσματα αντικατέστησαν παλιότερα πού είχαν κοπεί επί Σουλεϊμάν (1520-1565), 'Αχμέτ Α' (1603-1617) και Μεχμέτ Δ' (1648-1687), καθώς και τα βενετικά δουκάτα (τσεκίνια) πού αποσύρθηκαν λόγω της αυξημένης τους δουκάτου και το βάρος 3,49 γραμμάρια.

Στην 'Οθωμανική αυτοκρατορία το βενετικό δουκάτο (τσεκίνι) είχε διάφορες ονομασίες, όπως βίuri sikke - i afrenciye καί πολύ συχνά yaldfiz altuny ή άπλα yaldiz. Ήταν από τα πιο επιθυμητά νομίσματα άλλα δεν κυκλοφορούσε σε μεγάλες ποσότητες. Πάντα διατηρούσε αυξημένη ισοτιμία σε αργυρά νομίσματα, σε σχέση με τα εγχώρια χρυσά. Το macar altunu ή macarfìluri της Ουγγαρίας, μικρότερης αξίας από αυτή του βενετικού δουκάτου, ήταν άλλο ένα από τα πολλά ξένα χρυσά νομίσματα πού κυκλοφορούσαν στον ελληνικό χώρο επί Τουρκοκρατίας. Οι περιηγητές το περιέγραφαν σαν ό Ούγγρος.

Ενδεικτικά το 1669 οι ισοτιμίες ήταν: 1 βενετικό δουκάτο= 250 άσπρα, ένα ουγγρικό fìluri =241 άσπρα, ενώ ένα τουρκικό χρυσό sereß=225 άσπρα. Πιο σπάνια συναντιόνταν το γερμανικό και το ολλανδικό δουκάτο, γιατί είχαν μεγάλη ζήτηση στο εμπόριο με τις Ινδίες.

ΠΗΓΗ:

Δημήτρης Νικολετόπουλος, Οι νομισματικές συνθήκες στον ελληνικό χώρο στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, στον Κατάλογο «Νομίσματα και Χάρτες στον Ελληνικό χώρο 1204 -1900» ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1983, ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ ΑΘΗΝΑ