ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΧΡΥΣΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ - ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με τα "Πολιτικά" του Αριστοτέλη, πολύ πριν γίνει χρήση του νομίσματος ως μέσου ανταλλαγής, οι αρχέγονες κοινότητες αντάλλασσαν μεταξύ τους τα απολύτως χρήσιμα στην ζωή χωρίς κανένα ενδιάμεσο. Αργότερα μεταπήδησαν στο στάδιο των χρηματικών συναλλαγών. Τα μέταλλα ως κοινό μέσον συναλλαγής υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα ήδη επί 16ο αι. π.Χ. και η χρήση τους έτυχε πανελλήνιας αποδοχής επειδή μ’ αυτά γίνονται πιο εύκολα οι συναλλαγές. Τα μέταλλα έχουν πάντα ζήτηση, επομένως και αξία. Αγοράζονται, για να γίνουν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως κοσμήματα και εργαλεία. Ακόμα μπορούν να διαιρεθούν σε κομμάτια μικρότερης αξίας (νομίσματα), και βέβαια τα μέταλλα και τα νομίσματα μεταφέρονται και αποταμιεύονται εύκολα και χωρίς φθορά. Τα πρώτα νομίσματα του αρχαίου κόσμου διακρίνονταν σε μικρής και μεγάλης αξίας. Τα μικρής αξίας αρχικά ήσαν μικρά τμήματα χαλκού ή μπρούτζου, μετά χρυσά και ασημένια, κυρίως βόλοι (στρογγυλές σφαίρες) ή ράβδοι (οι καλούμενοι οβελοί). Τα μεγάλης αξίας ήσαν τα τάλαντα, που ήσαν σε σχήμα ως δέρμα ζώου, και τα οποία άξιζαν τόσους οβελούς όσο αναλογούσε το βάρος τους.

Η χρήση χρημάτων στην Αρχαιότητα ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από τον 6ο αι. π.Χ., όταν τα πρώτα νομίσματα από ήλεκτρο έκαναν την εμφάνισή τους στη δυτική Μικρά Ασία. Τα νομίσματα αυτά, που έφεραν το σύμβολο της αρχής της πόλης-κράτους ή του βασιλείου της Λυδίας, προκάλεσαν επανάσταση στον τρόπο ανταλλαγής προϊόντων. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Λυδοί «πρώτοι δε ανθρώπων των ημείς ήδμεν νόμισμα χρυσού και αργυρού κοψάμενοι εχρήσαντο». Υποστηρίζει δηλαδή ότι στη Λυδία πρωτοεμφανίστηκαν νομίσματα από χρυσό και άργυρο. Ο Ξενοφάνης από την Κολοφώνα στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. επιβεβαιώνει ότι για πρώτη φορά οι Λυδοί χρησιμοποίησαν νομίσματα. Άλλες αρχαίες πηγές δίνουν τα πρωτεία στο βασιλιά Φείδωνα του Άργους, άλλοι στους Αθηναίους, στους Ναξίους ή στο βασιλιά Δημοδίκη από την Κύμη. Αν και οι αρχαίες αναφορές σχετικά με την ανακάλυψη της νομισματοκοπίας δε συμφωνούν μεταξύ τους, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στην περιοχή της Μικράς Ασίας, είτε από τους Λυδούς είτε από τις ελληνικές πόλεις-κράτη της περιοχής για λόγους κυρίως οικονομικής φύσης.

Αν και η αρχική χρήση των νομισμάτων κατά πάσα πιθανότητα στόχευε στην ευκολότερη πληρωμή των μισθοφορικών στρατών της Ανατολίας, οι έμποροι της περιοχής φρόντισαν ώστε η χρήση του νομίσματος να διαδοθεί σε όλο το χώρο της Μεσογείου, γεγονός που θα ενίσχυε την εξάπλωση του εμπορίου. Τα πρώτα νομίσματα δημιουργήθηκαν από κράμα χρυσού και αργύρου, το οποίο στην αρχαιότητα ονομαζόταν «χρυσός λευκός», ενώ σήμερα η επικρατέστερη ονομασία του είναι ήλεκτρο. Οι πρώτοι νομισματικοί «θησαυροί» που συμπεριλαμβάνουν κοπές από ήλεκτρο βρέθηκαν στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και χρονολογούνται περίπου στο 560 π.Χ.

Μερικά από τα νομίσματα που βρέθηκαν στο Αρτεμίσιο παρουσιάζουν απλή γράμμωση στον εμπροσθότυπο, ενώ στον οπισθότυπο παρατηρούνται μόνο τα σημάδια της σφύρας. Οι παραστάσεις της πλειονότητας των υπόλοιπων νομισμάτων μπορούν να διαιρεθούν σε 13 διαφορετικούς τύπους, εκ των οποίων πιο συχνός είναι η λεοντοκεφαλή σε κατατομή ή το πόδι λέοντος στον εμπροσθότυπο. Οι δύο αυτές παραστάσεις χαρακτηρίζουν δύο διαφορετικές υποδιαιρέσεις που ανήκουν στην ίδια σειρά. Η λεοντοκεφαλή, που αποτελεί τη συχνότερη παράσταση επί των νομισμάτων της Μικράς Ασίας, έχει αποδοθεί στο νομισματοκοπείο της ισχυρής Λυδίας και χρονολογείται στην εποχή της βασιλείας του Αλυάττη (610-560 π.Χ.). Άλλα νομίσματα φέρουν παράσταση φώκιας στον εμπροσθότυπο, ενώ συνοδεύονται από το γράμμα Φ και πιθανόν να ανήκουν στο νομισματοκοπείο της πόλης Φώκαιας. Μερικά από τα νομίσματα με παράσταση λέοντος και όλα όσα φέρουν ελάφι στον εμπροσθότυπο έχουν συνδεθεί με το νομισματοκοπείο της Μιλήτου, ενώ όσα φέρουν κεφαλή γρυπός ανήκουν στην Τέω. Κοπές ηλέκτρου που προέρχονται από το νομισματοκοπείο της Σάμου και συνήθως φέρουν παραστάσεις ζώων, όπως η κεφαλή λέοντος, δε συμπεριλαμβάνονται στα ευρήματα του Αρτεμισίου, γεγονός που παραμένει αινιγματικό.

Κατά την Ύστερη Αρχαϊκή εποχή, τόσο η Φώκαια όσο και η Μυτιλήνη αποτέλεσαν σημαντικά κέντρα παραγωγής νομισμάτων από ήλεκτρο. Γύρω στο 500 π.Χ. ξεκίνησαν την έκδοση μιας σειράς μικρότερων υποδιαιρέσεων, την «έκτη» (1/6 του στατήρα). Η έκδοση αυτών των νομισμάτων συνεχίστηκε ως τη βασιλεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο εμπροσθότυπος των κοπών της Φώκαιας φέρει συνήθως τους γνωστούς τύπους της φώκιας και της θεάς Αφροδίτης, ενώ ο οπισθότυπος δε φέρει συγκεκριμένη παράσταση. Τα λεσβιακά νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο φτερωτό κάπρο ή φτερωτό λέοντα ή κεφαλή κριού και στον οπισθότυπο κεφαλή Ηρακλέους, κεφαλή λέοντος κ.ά. Τρίτο σημαντικό κέντρο παραγωγής νομισμάτων από ήλεκτρο αποτέλεσε το νομισματοκοπείο της Κυζίκου, αποικίας της Μιλήτου στη θάλασσα του Μαρμαρά. Η έκδοσή τους ξεκίνησε κατά τον 6ο αι. π.Χ. και συνεχίστηκε ως τον 4ο αι. π.Χ. Οι κύριες παραστάσεις του εμπροσθότυπου μεταβάλλονταν συνεχώς κατά τη διάρκεια των δύο αυτών αιώνων, αν και συνήθως συνοδεύονταν από έναν τόνο, το ψάρι που θεωρούνταν το σύμβολο της πόλης. Ο οπισθότυπος παραμένει κενός, όπως και στα νομίσματα της Φώκαιας.

Μέχρι στιγμής οι απόψεις των ερευνητών σχετικά με τις νομισματικές αρχές που ήταν υπεύθυνες για την έκδοση των πρώτων κοπών ηλέκτρου διίστανται. Σύμφωνα με μια από αυτές τις απόψεις, τα νομίσματα που είχαν συγκεκριμένο βάρος καθιστούσαν ευκολότερες τις εμπορικές ανταλλαγές. Για αυτό το λόγο, είναι πιθανόν να εκδόθηκαν για πρώτη φορά από ιδιώτες – είτε τραπεζίτες είτε εμπόρους. Τα συγκεκριμένα νομίσματα έφεραν, ως εγγύηση ποιότητας, τα προσωπικά σύμβολα της νομισματικής αρχής και έτσι ανταλλάσονταν στην αγορά χωρίς να είναι απαραίτητη η συνεχής μέτρηση του βάρους τους. Η μεγάλη ποικιλία νομισματικών τύπων ήταν ένας ακόμα παράγοντας που οδήγησε ορισμένους νομισματολόγους στη σθεναρή υποστήριξη της παραπάνω άποψης, παραβλέποντας το γεγονός ότι παρόμοια ποικιλία εμφανίζεται και σε μεταγενέστερες περιόδους. Ορισμένοι νομισματολόγοι υποθέτουν ότι οι ιδιώτες δεν είχαν τα απαραίτητα μέσα για να παράγουν δικές τους κοπές και εν συνεχεία να προωθούν τη διακίνησή τους. Εν τω μεταξύ, οι πόλεις-κράτη είχαν τη δυνατότητα παραγωγής μεγάλης ποσότητας νομισμάτων που θα χρησιμοποιούνταν για την πληρωμή κυρίως μισθοφόρων. Τελικά τα νομίσματα θα επέστρεφαν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο με τη βοήθεια του φορολογικού συστήματος. Η παραπάνω διαδικασία πιθανόν να είχε θετικές επιπτώσεις τόσο στη διαχείριση των κρατικών πόρων όσο και στη διεξαγωγή του εμπορίου, εφόσον οι πόλεις παρήγαν τα μέσα για τις πληρωμές του μισθοφορικού στρατού τους, ενώ παράλληλα οι έμποροι έβρισκαν έτοιμο το βασικό μέσο (χρήμα) για την ανταλλαγή των προϊόντων τους.

Οι κοπές από ήλεκτρο έδιναν τη δυνατότητα στις αρχές των πόλεων να κερδοσκοπήσουν εις βάρος των πολιτών εξαιτίας της διαφοράς της πραγματικής τιμής του νομίσματος από την εικονική του τιμή. Η χημική ανάλυση των νομισμάτων απέδειξε ότι το ποσοστό χρυσού και αργύρου δεν είναι σταθερό και ο άργυρος κυμαίνεται από 20% έως 75%. Στην Αρχαιότητα, φυσικά, ήταν δύσκολος ο εντοπισμός της διαφοράς της ποσότητας των δύο μετάλλων από τους πολίτες, με αποτέλεσμα την υπερτίμηση των νομισμάτων από την πολιτεία. Με αυτό τον τρόπο, η πόλη-κράτος μετατράπηκε σε εγγυήτρια αρχή του «ψευδο-πιστωτικού» συστήματος που επικρατούσε στην Αρχαιότητα. Κατά συνέπεια τα νομίσματα από ήλεκτρο κυκλοφορούσαν μόνο στην ευρύτερη περιοχή της πόλης ή σε άλλα μέρη όπου η συγκεκριμένη νομισματοκοπία γίνονταν δεκτή για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους. Στα μέσα του 6ου αιώνα το νόμισμα μεταλαμπαδεύτηκε πια και στην ηπειρωτική Ελλάδα, με πρωτοπόρο την Αίγινα η οποία έκοψε νομίσματα το 570 π.Χ. και έπειτα την Κόρινθο και την Αθήνα. Η Αίγινα τοποθέτησε στους στατήρες της τη θαλάσσια χελώνα, η Κόρινθος στα δίδραχμά της τους πώλους και η Αθήνα τη θεά Αθηνά στις αργυρές κοπές της. Το βάρος ήταν μία ακόμη βασική παράμετρος των αρχαίων νομισμάτων από πολύτιμο μέταλλο. Το γεγονός αυτό το επιβεβαιώνουν και τα ονόματα που επιλέγονται από τους αρχαίους για τα νομίσματά τους, τα οποία προέρχονται πρωταρχικά από την πρακτική του ζυγίσματος. Ο στατήρας για παράδειγμα είναι αυτός που ισορροπεί τη ζυγαριά, και η δραχμή αυτή που ισοδυναμούσε με μία δράκα, για αντικείμενα προς ζύγισμα. Οι όροι αυτοί προσδιόριζαν αρχικά μονάδες ζυγίσματος και μετά νομισματικές μονάδες. Ο οβολός και η δραχμή ήταν οι πιο συνήθεις μονάδες που έχουν καταγραφεί. Ο οβολός σαν ονομασία προέρχεται από το σιδερένιο οβελό, τη μαγειρική σούβλα δηλαδή που ήταν ένα μέσο συναλλαγής ήδη πριν από την επινόηση του νομίσματος.

Το πρόβλημα που υπήρχε τα πρώτα χρόνια με τα νομίσματα που κόπηκαν από τα πολύτιμα μέταλλα, το χρυσό, τον άργυρο και τον ήλεκτρο, είναι ότι είχαν τέτοιο μέγεθος ώστε να πληρώνονται μ' αυτά μόνο μεγάλα ποσά. Σε ορισμένα μέρη βέβαια, όπως στην Ιωνία για παράδειγμα, η κοπή υποδιαιρέσεων έγινε σχετικά σύντομα και έτσι στα μέσα του 6ου αιώνα υπήρχαν ήδη μικρά ασημένια νομίσματα, παρέχοντας μία ευελιξία στην οικονομία, ανάλογη με αυτή της Αθήνας του 5ου αιώνα. Αλλά και τα αργυρά αυτά νομίσματα ήταν σχετικά δύσχρηστα, καθώς ήταν μικρά σε μέγεθος και χάνονταν εύκολα, τη στιγμή που η αξία τους ήταν τέτοια ώστε να μην μπορούν να αγοραστούν μ' αυτά πράγματα μικρής αξίας. Τα χάλκινα νομίσματα τα οποία είχαν μικρότερη αξία, άρχισαν να κυκλοφορούν μέσα στον 5ο αιώνα, πιθανότατα για πρώτη φορά στη Σικελία. Στην Αθήνα αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα εμφανίστηκαν πια μέσα στον 4ο αιώνα, σε μεγάλες ποσότητες.

Η αρχαία Αθήνα από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. έκοψε νομίσματα κυρίως σε άργυρο, αργότερα και σε χαλκό, ενώ σε δυο περιστάσεις εκτάκτου ανάγκης εξέδωσε και χρυσά νομίσματα. Το αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα κυκλοφόρησαν από την Ιταλία έως το Αφγανιστάν και ήταν ένα από τα ισχυρότερα και μακρο¬βιότερα νομίσματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι πρώτες νομισματικές εκδόσεις των Αθηνών, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. κ.ε., απεικονίζουν διάφορα θέματα, όπως γλαύκα, ίππο, ταυροκεφαλή, τροχό, γοργόνειο κ.ά. Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας παγιώ¬θηκαν οι παραστάσεις των αθη¬ναϊκών νομισμάτων. Για τους επόμενους πέντε αιώνες η πλειονότητα των αττικών κοπών φέρει την κεφαλή της θεάς Αθη¬νάς, προστάτιδας της πόλης, και στην άλλη όψη τη γλαύκα, το ιερό σύμβολο της θεάς, με την επιγραφή ΑΘΕ, τα αρ¬χικά γράμματα της λέξης Αθηναίων. Από επιγραφές και πηγές σώζονται απο-σπασματικές πληροφορίες για τιμές και μισθούς στην αρχαία Αθήνα. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ένας ξυλουργός ή λιθοτεχνίτης έπαιρνε για εργασία στο Ερέχθειο μία αργυρή δραχμή την ημέρα. Την ίδια εποχή το ημερομί¬σθιο ενός στρατιώτη ή ναύτη κυμαινόταν από τρεις οβολούς έως έξι οβολούς (που ισούνταν με μία δραχμή). Αργότερα, λίγο πριν από το 330 π.Χ. ένας αττικός μέδιμνος σιταριού (δηλ. περίπου52,18 λίτρα ή40,38 κιλά) στην Αθήνα κόστιζε πέντε δραχμές.

Η εκμετάλλευση των αργυροφόρων κοιτασμάτων των μεταλλείων του Λαυρίου στην Αττική θα δώσει σημαντικό πλεονέκτημα στην Αθήνα για να προωθήσει τη νομισματική της παραγωγή. Τα αργυρά αθηναϊκά τετράδραχμα θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα στον κλασικό κόσμο και θα γνωρίσουν λόγω της αποδοχής τους πολλές απομι¬μήσεις, ιδίως στο χώρο της Ανατολής τον 4ο αιώνα π.Χ. (Λυκία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος κ.ά.). Η τύχη της πόλης συχνά αντικατο¬πτρίζεται στα νομίσματά της, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της έκδοσης κερμάτων με αργυρό περίβλημα και χάλ¬κινο πυρήνα. Πρόκειται για τα πονηρά χαλκία που ανα¬φέρει ο Αριστοφάνης και τα οποία συνιστούν μια κοπή εκτάκτου ανάγκης στο τέλος του Πελοποννησιακού Πο¬λέμου (406/5 π.Χ.). Σε άλλη περίσταση πάλι, γύρω στο 295 π.Χ., ο τύραννος Λαχάρης θα αναγκαστεί μέσα στην πολιορκημένη πόλη να απογυμνώσει το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς και να προβεί στην κοπή χρυσών νομισμάτων, για την πληρωμή μισθοφόρων.

Η άνοδος στον θρόνο των Μακεδόνων του Φίλιππου Β’ σηματοδότησε μια νέα εποχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική δομή του αρχαίου κόσμου. Από το 359 ως το 336 π.Χ. κατόρθωσε να επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να το καταστήσει τη σπουδαιότερη δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Έχοντας τον έλεγχο μεταλλείων στη Μακεδονία και τη Θράκη, ιδι¬αίτερα τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου στην περιοχή του Παγ¬γαίου, ο Φίλιππος ήταν σε θέση να εκδόσει νομίσματα σε μεγαλύ¬τερες ποσότητες από ότι όλοι οι προκάτοχοί του και να ξεπεράσει τα έσοδα κάθε ελληνικής πόλης – κράτους, με εξαίρεση ίσως την Αθή¬να.

Ο Φίλιππος εξέδωσε νομίσματα και στα τρία μέταλλα, το χρυσό, τον άργυρο και το χαλκό. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συστήματός του ήταν ότι για τα νομίσματα από πολύ¬τιμο μέταλλο ακολουθήθηκαν δυο διαφορετικοί σταθμητικοί κανόνες. Ο άργυρος κοβόταν καθόλη τη δι¬άρκεια της βασιλείας του Φιλίππου ακολουθώντας ένα τοπικό σταθμητικό κανόνα, τον οποίο εφάρμοζαν για τις αργυρές νομισματοκοπίες τους το Κοινό των Χαλκιδέων με έδρα την Όλυνθο, η Άκανθος στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, και η Αμφίπολη κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου το τετράδραχμο είχε θεωρητι¬κό βάρος 14,52 γραμ.

Ως εμπροσθότυπος των αργυρών τετραδράχμων, επιλέχθηκε —για πρώτη φορά στα νομίσματα των βασιλέων της Μακεδονίας— το κεφάλι του Δία. Για την άλλη όψη επιλέχθηκαν δυο τύποι: ο έφιππος άνδρας, που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι ο ίδιος ο Φίλιππος, και ο νεαρός ιππέας που κρατά κλαδί φοίνικα, και αποτελεί αναφορά στη νίκη του αλόγου του Φιλίππου στην Ολυ¬μπιάδα του 356 π.Χ.

Η κοπή του χρυσού άρχισε γύρω στα 345 π.Χ., σύμφωνα με τον αττικό σταθμητικό κανόνα, όπου ο στατήρας είχε θεωρητικό βάρος 8,54 γραμμάρια. Στην πρόσθια όψη των στατήρων απεικονίζεται το κεφάλι του θεού Απόλλωνα, ενώ η παράσταση της πίσω πλευράς, ένα άρμα που το σέρνουν δυο άλογα, σχετίζεται με ανάλογη νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Φιλίππου συνέχισαν να εκδίδονται και μετά το θάνατό του το 336 π.Χ. και κυκλοφόρη¬σαν ευρέως στον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Οι χρυσοί στατήρες και τα αργυρά τετράδραχμα, που διείσδυσαν στην Ευρώπη μέσω των Βαλ¬κανίων, έγιναν σταδιακά αντικείμενο μίμησης από τους κελτικούς λαούς κατά μήκος του Δούναβη και οι απομιμήσεις αυτές επηρέα¬σαν με τη σειρά τους τα νομίσματα της Γαλατίας και της Βρετανίας κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. Ο Μέγας Αλέξανδρος βασίλεψε από το 336 ως το 323 π.Χ. Συνέχισε το έργο του πατέρα του Φιλίππου Β’ και δημιούργησε μια τεράστια αυτοκρατο¬ρία, που εκτεινόταν από τη Μακεδονία μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Η ρευστοποίηση μέρους από τα αμύθητα πλούτη των Αχαιμενιδών, που περιήλθαν στην κατοχή του, επέφερε σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές συνήθειες του ελληνικού κόσμου.

Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε ενιαία νομισματική πολιτική στο αχανές κράτος. Επέβαλε την έκδοση των ίδιων τύπων από πολλά συγχρόνως νομισματοκοπεία ενώ για τα νομίσματά του σε ευγενή μέταλλα ακολούθησε τον αθη¬ναϊκό σταθμητικό κανόνα που ήταν ευρύτατα αποδεκτός την εποχή εκείνη. Εντυπωσιακές ποσότητες αργυρών και χρυσών αλεξάνδρειων κοπών κατέκλυσαν τις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου, και σε αυτό συνέβαλε και η επιστροφή των παλαιμάχων και των μισθοφόρων του Αλεξάνδρου στις πατρίδες τους. Στην πρόσθια όψη των χρυσών στατήρων, απεικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς με κορινθιακό κράνος, πιθανόν εμπνευσμένη από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου του Φειδία στην Ακρόπολη. Η οπίσθια όψη αυτών των νομισμάτων φέρει την καθαρά συμβολική παράσταση της Νίκης και προβάλει την ιδέα ότι η Νίκη αποτελεί μια από τις ιδιότητες του Μακεδόνα βασιλιά.

Το κεφάλι του Ηρακλή, μυθικού προγόνου του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας, επιλέγεται ως εμπροσθότυπος των αργυρών και χάλ¬κινων κοπών. Ο Δίας καθισμένος σε θρόνο να κρατά αετό και σκή¬πτρο απεικονίζεται στις αργυρές κοπές, όπως τετράδραχμα, δραχ¬μές αλλά και δεκάδραχμα. Οι συγκεκριμένοι τύποι είχαν γενική παραδοχή από τους Έλληνες. Ταυτόχρονα ήταν αποδεκτοί και από τους λαούς της Ανατολής οι οποίοι έβλεπαν σε αυτούς τους δικούς τους θεούς, όπως τον Βάαλ στη μορφή του Διός και τον Μελκάρτ ή τον Γκιλγκαμές στο πρόσωπο του Ηρακλή. Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Αλεξάνδρου συνέχισαν να παράγονται και να κυκλοφορούν μετά το θάνατο του βασιλιά από τους Διαδόχους, τους Επιγόνους και πολλές πόλεις μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ. Ενδεικτικό της αποδοχής των αργυρών νομισμάτων του είναι το γεγονός ότι πλήθος απομιμήσεών τους εκδόθηκαν από διάφορους λαούς και ηγεμόνες στις παρυφές του ελληνιστικού κόσμου.

ΠΗΓΗ:

«Η Ιστορία του Νομίσματος», Υπουργείο Πολιτισμού – Νομισματικό Μουσείο, , Αθήνα, χ.χ.

Ιστορία των νομισμάτων, «Ήτοι εγχειρίδιον ελληνικής νομισματικής / Barclay V. Head», μεταφρασθέν εκ της αγγλικής και συμπληρωθέν υπό Ιωάννου Ν. Σβορώνου, πίνακες Α΄-ΛΕ΄, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1898.

Αδαμάντιος Γ. Κρασανάκης, «Νομισματική Ιστορία και τα Αρχαία Νομίσματα Κρήτης». Αθήνα, 2003.

Κείμενα των: Δέσποινας Ευγενίδου, Ευαγγελίας Αποστόλου, Γιάννη Στόγια, Παναγιώτη Τσελέκα, Μαίρης Φουντουλή, Ευτέρπης Ράλλη, Αλέξη Τότσικα. από Αργολική Αρχειακή

Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ